- Μελίαν
- Μελίᾱν , Μελίηmanna ashfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μελιᾶν — Μελίη manna ash fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιᾶν — μελία manna ash fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίαν — μελίᾱν , μελία manna ash fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόλιθος — ο / χαλκόλιθος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης 2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων… … Dictionary of Greek
ИОВ ИАСИТ (МЕЛИЙ) — [греч. ᾿Ιὼβ ᾿Ιασίτης, Μελίας], иером., визант. писатель 2 й пол. XIII в. Советник и сподвижник патриарха К польского Иосифа I Галисиота (1266 1275, 1282 1283) в борьбе с униатской политикой имп. Михаила VIII Палеолога (1259 1282). По распоряжению … Православная энциклопедия